1. Παθολογική μαστογραφική σημειολογία

Η ευαισθησία της μαστογραφίας στην ανακάλυψη μικρών όγκων σχετίζεται με την σύσταση του παρεγχύματος των μαστών. Όσο πιο πυκνός είναι στην σύστασή του ο μαστός τόσο μειώνεται η ευαισθησία της μαστογραφίας να εντοπίζει υποκλινικούς καρκίνους με μορφή όζων, ενώ η απεικόνιση των μικροαποτιτανώσεων δεν εμποδίζεται από την σύσταση του παρεγχύματος.

Για την περιγραφή της πυκνότητας των σχηματισμών χρησιμοποιούνται οι ακτινολογικοί όροι σκίαση και διαύγαση, που συγκρίνουν την πυκνότητα της αλλοίωσης με την πυκνότητα του παρεγχύματος των μαστών.

Ο όρος σκίαση περιγράφει σχηματισμό αυξημένης πυκνότητος («λευκή» αλλοίωση), ίσης ή μεγαλύτερης της πυκνότητας από του αδενικού ιστού, ενώ ο όρος διαύγαση περιγράφει σχηματισμό χαμηλής πυκνότητας (“μαύρη” αλλοίωση) παρόμοιας με αυτή του υποδορίου λίπους.

Οι μαστογραφικές εικόνες αξιολογούνται αρχικά ως προς την παρουσία μαζών (οζωδών σκιάσεων), διαταραχών αρχιτεκτονικής, ασυμμετρίας παρεγχύματος, παρουσία μικροαποτιτανώσεων και αλλοιώσεων δέρματος. Τα αποτελέσματα αξιολογούνται και συγκρίνονται με υπάρχουσες προηγούμενες εξετάσεις μαστογραφίας.

Ως οζώδης σκίαση, χαρακτηρίζεται κάθε στρογγυλός ή ατρακτοειδής σχηματισμός αυξημένης πυκνότητας, που είναι ορατός σε δύο προβολές. Χαρακτηρίζεται από το σχήμα, τα όρια, την ένταση σκίασης, το μέγεθος, την χωροταξική εντόπιση και την πιθανή συνοδεία αποτιτανώσεων. (1)

Το σχήμα δεν αποτελεί ειδικό χαρακτηριστικό, καθώς όλες οι αλλοιώσεις (καλοήθεις και κακοήθεις) εμφανίζονται σημειακά και τείνουν να αναπτυχθούν κυκλικά γύρω από το σημείο εμφάνισης. Τα όρια και η ανάλυση του περιγράμματος χαρακτηρίζουν τη ζώνη μετάπτωσης από το ογκίδιο  προς το περιβάλλον παρέγχυμα ή το λίπος. Η τάση των διηθητικών καρκίνων να διηθούν τους περιβάλλοντες ιστούς προκαλεί ασαφή, μικρολοβωτά ή ακτινωτά όρια.

Καλά περιγεγραμμένα σαφή όρια, με ή χωρίς παρουσία διαυγαστικής άλω είναι ενδεικτικά καλοήθους βλάβης. Αν τα όρια είναι πλήρως σαφή στον έλεγχο με μεγεθυντικές λήψεις και δεν υπάρχουν συνοδές μικροαποτιτανώσεις, τότε πρόκειται για καλοήθη βλάβη με ποσοστό ασφάλειας 98-99% (ινοαδένωμα, κύστη ή ενδομαστικός λεμφαδένας).

Ο συμπληρωματικός υπερηχογραφικός έλεγχος διαφοροποιεί την συμπαγή από την κυστική αλλοίωση. Βλάβη με σαφή και ομαλά όρια μαστογραφικά και συμπαγής υπερηχογραφικά, χρήζει επαναληπτικών μαστογραφικών ελέγχων ανά 6μηνο για 3 έτη (πιθανότης κακοηθείας 1-2%).

Εναλλακτική λύση των επαναληπτικών μαστογραφικών αποτελεί η FNAC (κυτταρολογική εξέταση από υλικό που λαμβάνεται μετά από παρακέντηση με λεπτή βελόνα) ή η Core Biopsy (υλικό για ιστολογική εξέταση από παρακέντηση με χοντρή βελόνα).

Περιγεγραμμένες μάζες με ανώμαλα μικρολοβωτά όρια ή ασαφή όρια πρέπει να θεωρούνται ύποπτες και να ελέγχονται με βιοψία. (3)

Ως αστεροειδής σκίαση χαρακτηρίζεται ακτινωτός σχηματισμός αυξημένης πυκνότητας διαφόρου μεγέθους, με παρουσία ακτινοσκιερού (“λευκού”) ή ακτινοδιαυγαστικού (“μαύρου”) κέντρου.

Αστεροειδείς σκιάσεις με σκιερό κέντρο (χαρακτηρίζονται και ως μάζες με ακτινωτά όρια) είναι ενδεικτικές κακοηθείας και πρέπει να ελέγχονται με βιοψία.

Αστεροειδείς σκιάσεις μπορεί να αντιστοιχούν εκτός από καρκίνο σε ακτινωτές ουλές (radial scar) ή εστίες σκληρυντικής αδένωσης, που είναι καλοήθεις καταστάσεις, αλλά μπορεί σπανίως να συνδυάζονται και με σωληνώδες καρκίνωμα. Αστεροειδής διαταραχή της αρχιτεκτονικής μπορεί να εμφανισθούν  ως αποτέλεσμα μετεγχειρητικής ουλής. Το ιστορικό και η κλινική εξέταση σε αυτήν  την περίπτωση είναι καθοριστικά για την διάγνωση.

Σε μερικές από τις καλοήθεις αστεροειδείς σκιάσεις, το κέντρο εμφανίζεται διαυγαστικό. Η σημειολογία αυτού του τύπου, παρόλο που είναι ενδεικτική καλοήθειας, δεν μπορεί να είναι παθογνωμονική και η εγχειρητική βιοψία δύσκολα μπορεί να αποφευχθεί με βάση μόνον την μαστογραφική σημειολογία.

Η διαύγαση αφορά σχηματισμό χαμηλότερης πυκνότητας από το περιβάλλον παρέγχυμα, που προσομοιάζει με του λίπους. Διαυγαστικές μάζες περιέχουν λίπος (λιπώδης κύστη, λίπωμα, γαλακτοκήλη, αμάρτωμα ή ινοαδενολίπωμα) και θεωρούνται καλοήθεις.

Ως ασυμμετρία σκιαγράφησης περιγράφεται περιοχή με μη ειδική μαστογραφική σημειολογία, που συγκριτικά με τον αντίθετο μαστό εμφανίζεται ασύμμετρα ακτινοσκιερή («λευκή»).

Ως διαταραχή αρχιτεκτονικής χαρακτηρίζεται σχηματισμός που διαταράσσει την ομαλή κατανομή του αδενικού και τους ινώδους ιστού του μαστού. Συνήθως αφορά ινώδεις ταινίες που πορεύονται εγκάρσια και όχι με κατεύθυνση την θηλή του μαστού. Είναι μαστογραφικό σημείο ύποπτο κακοηθείας και πρέπει να ελέγχεται με βιοψία.

Ως αποτιτανώσεις περιγράφονται σχηματισμοί εναποθέσεων ασβεστίου διαφόρου μεγέθους, σχήματος και κατανομής. Χαρακτηρίζονται ως μικροαποτιτανώσεις αν το μέγεθος τους είναι μικρότερο των 0,5mm και ως μακροαποτιτανώσεις αν είναι μεγαλύτερο των 0,5mm.

Μπορεί να συνοδεύουν κακοήθεις ή καλοήθεις καταστάσεις. Ύποπτες αποτιτανώσεις συνοδεύουν το 1/3 των καρκίνων και εμφανίζονται αρκετά συχνά και σε προδιηθητικές (in situ) καρκινικές εστίες. Ορισμένες αποτιτανώσεις έχουν τυπικούς  χαρακτήρες, ενώ άλλες είναι μη ειδικές.

Τυπικές καλοήθεις αποτιτανώσεις είναι οι αποτιτανώσεις δέρματος (μικρές στρογγυλές με διαυγαστικό κέντρο), οι αγγειακές (σωληνώδεις γραμμές), οι αποτιτανώσεις ινοαδενωμάτων (pop corn), οι αποτιτανώσεις πλασματοκυτταρικής μαστίτιδας (γραμμοειδείς ή κυλινδρικές αμφοτερόπλευρες, πιθανώς διακλαδιζόμενες), γάλα ασβεστίου σε μικρές κύστεις (ελλειπτικές σε πλάγιες προβολές, στρογγυλές σε κατά μέτωπο προβολές) και οι ωοειδείς μακροαποτιτανώσεις.

Ύποπτες κακοηθείας είναι οι ποικιλόμορφες ανομοιογενείς (κοκκώδεις) ή στικτές μικροαποτιτανώσεις. Η κατανομή επίσης των αποτιτανώσεων αποτελεί σημαντικό στοιχείο αξιολόγησης, με πλέον ύποπτες τις συρρέουσες, τις τμηματικές, τις λεπτές γραμμοειδείς και τις διακλαδιζόμενες.

Συρρέουσες περιγράφουμε τις μικροαποτιτανώσεις που είναι συγκεντρωμένες περισσότερες από 5 σε χώρο 1cm.Ποσοστό 30% από αυτές αποδεικνύονται κακοήθεις, δεν υπάρχει όμως άλλος τρόπος πέραν της βιοψίας για να διαγνωσθεί η κακοήθεια.

Ως οίδημα του δέρματος περιγράφεται η αύξηση του πάχους του δέρματος πάνω από 1,5mm.

Τα μαστογραφικά σημεία κακοηθείας διακρίνονται σε άμεσα και έμμεσα. Στα άμεσα περιλαμβάνονται: α) σκίαση με ασαφή όρια ή με ακτινωτά όρια και προσεκβολές, συνήθως πυκνότητος μεγαλύτερης από του περιβάλλοντος παρεγχύματος β) μικροαποτιτανώσεις ανομοιογενείς σε μέγεθος και σχήμα, γραμμοειδείς, διακλαδιζόμενες ή συρρέουσες κοκκώδεις, μόνες τους ή σε συνδυασμό με ογκόμορφη σκίαση.

Στα έμμεσα σημεία περιλαμβάνονται :  α) διαταραχή αρχιτεκτονικής  β) εισολκή θηλής ή δέρματος γ) οίδημα (τοπικό ή γενικευμένο) του μαστού  δ) διάταση πόρου  ε) διάταση φλεβικών στελεχών.

  1. Μαστογραφική εκτίμηση ογκόμορφων εξεργασιών

 

Ως  μάζα στη μαστογραφική μελέτη ορίζεται κάθε χωροκατακτητική εξεργασία που απεικονίζεται σε δύο προβολές. Αν μία πιθανή μάζα απεικονίζεται μόνον σε μία προβολή πρέπει να χρησιμοποιείται  ο όρος σκίαση μέχρι να τεκμηριωθεί η τρισδιάστατη φύση της αλλοίωσης.

Κλινικά ψηλαφητές μάζες πρέπει να σημειώνονται στην μαστογραφία με ακτινοσκιερό δείκτη ώστε να υπάρχει βεβαιότητα ότι η βλάβη απεικονίζεται. Η σήμανση επιτρέπει την ακτινολογική - κλινική συσχέτιση

Όταν υπάρχει μαστογραφικά παρουσία μάζας (ψηλαφητής ή όχι) ειδικές ακτινολογικές λήψεις (εντοπιστικές, μεγεθυντικές λήψεις ή συνδυασμός τους) δίνουν την δυνατότητα για λεπτομερέστερη ανάλυση.

Ο μαστογραφικός χαρακτηρισμός των μαζών στον μαστό γίνεται με βάση το σχήμα, τα όρια, την πυκνότητα, την εντόπιση και την πολλαπλότητα.

  1. Σχήμα

Το σχήμα της μάζας μπορεί να είναι στρογγυλό, ωοειδές, ανώμαλο ή αρχιτεκτονική διαταραχή.

  1. Όρια

Τα όρια είναι το πλέον σημαντικό διαφοροδιαγνωστικό σημείο μιας ογκόμορφης εξεργασίας και χρησιμοποιούνται για να χαρακτηρίσουν το βασικό σχήμα. Τα όρια ταξινομούνται ως (α) σαφώς περιγεγραμμένα (β) μικρολοβωτά (γ) ασαφοποιημένα από επιπροβαλλόμενα στοιχεία του μαστού (δ) ασαφή (ε) ακτινωτά .

Στον μαστό όπως και οπουδήποτε αλλού, μάζες με καλά περιγραμμένα όρια είναι περισσότερο πιθανό να είναι καλοήθεις, ενώ εκείνες με τα ασαφή ή ακτινωτά όρια έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να είναι καλοήθεις.

Διαφορική διάγνωση χωροκατακτητικής εξεργασίας από τους μαστούς με σαφώς περιγραμμένα όρια περιλαμβάνει 1) κύστη 2) ινοαδένωμα 3) αιμάτωμα 4) θήλωμα 5) απόστημα 6) σμηγματογόνο κύστη 7) λεμφαδένα 8) αμάρτωμα 9) λίπωμα 10) λιπώδη κύστη 11) γαλακτοκήλη 12) καρκίνωμα 13) μετάσταση 14) φυλλοειδή όγκο.

Τα επιστημονικά δεδομένα αποδεικνύουν ότι αν τα όρια μιας μάζας στον μαστό είναι σαφώς περιγεγραμμένα η πιθανότητα ύπαρξης κακοήθειας είναι περίπου 2%.

Οι κύστεις του μαστού είναι οι πιο συχνές εμφανιζόμενες «ογκόμορφες» εξεργασίες. Δημιουργούνται στην τελική πορολοβιακή μονάδα (TDLU, terminal duct lobular unit) και συνήθως είναι πολλαπλές και αμφοτερόπλευρες. Το υπερηχογράφημα αποτελεί την καλύτερη μέθοδο για διαφοροποίηση κυστικών από συμπαγείς μάζες, παρόλο που η παρακέντηση με λεπτή βελόνα είναι ταυτόχρονα διαγνωστική και θεραπευτική στην περίπτωση συμπτωματικών κύστεων. Αν είναι ασυμπτωματικές οι απλές κύστεις δεν χρειάζονται παρακέντηση ή ειδική παρακολούθηση.

Το ενδοκυστικό καρκίνωμα είναι σπάνιο και καμία ακτινολογική ή κλινική μέθοδος δεν μπορεί να το διαφοροποιήσει εύκολα από απλή κύστη. Όταν υπάρχει ενδοκυστική αιμορραγία, αιματηρό υγρό εξέρχεται κατά την παρακέντηση. Η πνευμοκυστογραφία και η υπερηχογραφία είναι πολύ χρήσιμες στην ανάδειξη ενδοκυστικών μαζών. Η διαφοροποίηση του ενδοκυστικού καρκινώματος από το συχνότερο ενδοκυστικό θήλωμα δεν είναι δυνατή παρά μόνον με εγχειρητική βιοψία.

Τα ινοαδενώματα είναι οι πιο συχνές ογκόμορφες βλάβες από τους μαστούς σε έφηβες και νεαρές γυναίκες με συχνότερη ηλικία εμφάνισης την δεκαετία των 30. Το σχήμα τους είναι τυπικό στρογγυλό, ωοειδές ή λοβωτό. Μόνον όταν υπάρχουν αδρές ή τύπου popcorn αποτιτανώσεις μαζί με την μάζα η διάγνωση μπορεί να τεθεί μόνον από την μαστογραφία.

Τα ινοαδενώματα είναι συχνά μονήρη, παρόλο που το 25% των γυναικών με ινοαδενώματα έχουν πολλαπλά ινοαδενώματα στον ένα ή και στους δύο μαστούς.

Οι φυλλοειδείς όγκοι είναι σχετικά ασυνήθεις μάζες που αποτελούνται από στρώμα και επιθηλιακά στοιχεία. Συνήθως είναι λοβωτοί και ποικίλουν σε μέγεθος από 1-15εκ. Το μέγεθος που είναι αναξιόπιστο μέσο εκτίμησης της καλοήθους ή κακοήθους φύσης τους. Άλλες ιστολογικές οντότητες που μπορεί να μοιάζουν με τους φυλλοειδείς όγκους είναι το γιγάντιο ινοαδένωμα (είναι απλώς ινοαδένωμα μεγάλου μεγέθους) και το εφηβικό ινοαδένωμα.

Αν και κάποτε θεωρείτο ως σημείο καλοήθειας, ένας λεπτός διαυγαστικός δακτύλιος γύρω από σαφώς περιγεγραμμένα ογκόμορφη εξεργασία (σημείο της άλω) το σημείο αυτό σήμερα θεωρείται ότι δεν σχετίζεται με την φύση της υποκείμενης νόσου. Απλώς αποτελεί μία οπτική εντύπωση.

Οι μάζες που περιέχουν λίπος παρέχουν τη δυνατότητα στον ακτινολόγο να θέσει επακριβώς την διάγνωση. Όλες αυτές οι μάζες είναι περιγεγραμμένες, καλοήθεις, χωρίς κλινική σημασία. Περιλαμβάνουν λιπώματα, αμαρτώματα, λιπώδεις κύστεις, γαλακτοκήλες και ενδομαστικούς λεμφαδένες.

Τα αμαρτώματα (ινοαδενολιπώματα) περιλαμβάνουν ποικίλα ποσά φυσιολογικού μαζικού αδένα. Συνήθως περιβάλλονται από μία λεπτή κάψα συνδετικού ιστού που είναι ορατή στην μαστογραφία.

Τα λιπώματα είναι περιγεγραμμένες περιοχές που περιέχουν λίπος, μεγαλύτερες αλλά παρόμοιες στην εμφάνιση με τις λιπώδεις κύστεις.

Οι λιπώδεις κύστεις συνήθως σχετίζονται με ιστορικό προηγούμενης βιοψίας ή άλλου τραύματος στον μαστό που προκάλεσε υγροποίηση του λιπώδους ιστού. Οι λιπώδεις κύστεις αποτελούν εστιακό είδος λιπώδους νέκρωσης που περιβάλλεται από λεπτή κάψα συνδετικού ιστού.

Σπάνια, οι γαλακτοκήλες μπορεί να έχουν ακτινοδιαυγαστικό στοιχείο, ως αποτέλεσμα του λιπώδους στοιχείου του γάλακτος.

Η πλέον συχνή όμως απεικονιζόμενη λιπώδης μάζα στον μαστό είναι ο φυσιολογικός ενδομαστικός λεμφαδένας. Τυπικά εντοπίζεται στο άνω έξω τμήμα του μαστού, συνήθως κοντά σε πορεία αγγείων, αν και άλλες θέσεις στον μαστό δεν είναι απίθανες. Παθολογική διήθηση αυτών των λεμφαδένων έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια της «πύλης», δημιουργία σκιερής μάζας και αποστρογγύλωση του σχήματος του (συνήθως με διατήρηση των σαφών ορίων). Σε περίπτωση που αυτό συμβεί, μπορεί να οφείλεται σε ποικιλία αιτίων όπως μεταστατική διήθηση, φλεγμονή ή νόσος συνδετικού ιστού όπως ρευματοειδής αρθρίτις, ερυθηματώδης λύκος και ψωρίαση. Το μέγεθος δεν αποτελεί αξιόπιστο κριτήριο διάκρισης φυσιολογικού - παθολογικού λεμφαδένα.

Παρόλο, που οι περιγεγραμμένες κακοήθεις μάζες του μαστού είναι σχετικά σπάνιες είναι γνωστό ότι υπάρχουν διηθητικά πορογενή καρκινώματα με σαφή όρια, που περιλαμβάνουν περισσότερα κυτταρικά στοιχεία και λιγότερα ινώδη στοιχεία από εκείνες με τα ανώμαλα όρια. Σπάνια in situ (ενδοπορικά) καρκινώματα εμφανίζονται ως στρογγυλές περιγεγραμμένες μάζες, χωρίς παρουσία αποτιτανώσεων. Τα λιγότερο συχνά μυελλοειδή, βλεννώδη (κολλοειδή) και θηλώδη καρκινώματα μπορεί  να έχουν σαφή όρια. Επίσης μεταστάσεις από άλλο πρωτοπαθές μπορεί να έχουν σαφή όρια (πιο συχνά από μελάνωμα, λέμφωμα και καρκίνο πνεύμονα). Οι μεταστάσεις μπορεί να είναι μονήρεις ή πολλαπλές. (2)

Τα μικρολοβωτά όρια χαρακτηρίζονται από μικρές λοβώσεις που παλαιότερα χαρακτηρίζονταν ως πολυοζώδης υφή. Πρέπει να θεωρούνται ύποπτα κακοηθείας καθώς τα περισσότερα αποδεικνύονται διηθητικά πορογενή καρκινώματα.

Τα ασαφοποιημένα όρια δεν μπορούν περαιτέρω να εκτιμηθούν λόγω της επιπροβολής φυσιολογικού παρεγχύματος μαστού. Αυτό συνήθως συμβαίνει σε πυκνούς μαστούς ή σε μαστούς με πυκνές περιοχές κατά τόπους. Συμπληρωματικές λήψεις (εντοπιστικές, μεγεθυντικές) συνήθως απαιτούνται για διερεύνηση των ορίων αυτών.

Η διαφορική διάγνωση μάζας με ασαφή ή ακτινωτά όρια είναι πολύ μικρότερη από την σαφώς περιγεγραμμένη μάζα.

Περιλαμβάνει 1) καρκίνωμα 2) μετεγχειρητική ουλή 3) ακτινωτή ουλή και 4) υπόλειμμα αποστήματος, αιματώματος, λιπώδους νέκρωσης ή κάθε διαδικασίας που προκαλεί ίνωση. Η πρώτη διαγνωστική σκέψη αφορά το καρκίνωμα. Τα ακτινωτά όρια έχουν περιγραφεί  ως το μοναδικό «αληθώς διαγνωστικό σημείο κακοήθειας».

Οι ακτινωτές προσεκβολές προκύπτουν από περιοχές δεσμοπλαστικής ίνωσης χωρίς όγκο που διαταράσσουν τους περιβάλλοντες ιστούς ή από διήθηση του ενεργού όγκου προς τους γύρω ιστούς.

Το διηθητικό πορογενές καρκίνωμα, που είναι γνωστό και ως διηθητικό πορογενές καρκίνωμα NOS (not otherwise specified) αποτελεί την μεγαλύτερη ομάδα καρκίνων του μαστού, σε ποσοστό 65-80%. Ποσοστό      3-14% των διηθητικών καρκίνων μαστού είναι οι λοβιακοί καρκίνοι.

Οι ακτινωτές ουλές είναι καλοήθεις αλλοιώσεις, των οποίων η ακτινολογική αλλά και η παθολογοανατομική εικόνα είναι δυνατόν να μπερδευτεί με κακοήθεια. Όπως και για τα σωληνώδη καρκινώματα έτσι και για την ακτινωτή ουλή έχουν υπάρξει πολυάριθμες ανακοινώσεις στην βιβλιογραφία της Ακτινολογίας και της Παθολογικής Ανατομίας παρά την σπανιότητα της εμφάνισής τους. Για την ακτινωτή ουλή έχουν χρησιμοποιηθεί πολλοί όροι, όπως «ακτινωτή σκληρυντική βλάβη», «διηθητική επιθηλίωση» και «σκληρυντική μαστοπάθεια».

Η «τυπική» μαστογραφική εικόνα της ακτινωτής ουλής περιγράφεται ως βλάβη με ακτινοδιαυγαστικό κέντρο και πολλές μακριές ακτίνες γύρω από αυτό το κέντρο.

Η σταθερότητα της ακτινολογικής εικόνας σχετίζεται με καλοήθη αιτιολογία της πάθησης, ειδικά όταν τα μεσοδιαστήματα ελέγχου βαίνουν αυξανόμενα.

Πάντως η ύπαρξη ακτινωτής μάζας στον μαστό πρέπει να εγείρει την υπόνοια κακοήθειας.

  1. Πυκνότητα

Αφού αξιολογηθούν τα όρια μιας μάζας, η πυκνότητά της πρέπει να συγκριθεί με αυτή του περιβάλλοντος ινοαδενικού ιστού και να χαρακτηρισθεί ως υψηλή, ίση, χαμηλή (όχι αυτή του λίπους) ή λίπος. Όσο ψηλότερη είναι η πυκνότητα σχετικά με το μέγεθος της μάζας, τόσο περισσότερο ύποπτη είναι για κακοήθεια.

Καλοήθεις μάζες με υψηλή πυκνότητα είναι αποστήματα, αιματώματα και σμηγματογόνες κύστεις. Η χαμηλή πυκνότης δεν διαβεβαιώνει ότι η μάζα είναι καλοήθης.

  1. Εντόπιση

Η εντόπιση μιας μάζας μπορεί να είναι χρήσιμο διαφοροδιαγνωστικό κριτήριο. Ο ενδομαστικός λεμφαδένας συνήθως εντοπίζεται στο άνω - έξω τεταρτημόριο. Τα αμαρτώματα συνήθως υπάρχουν στην οπισθοθηλαία περιοχή. Ίδια είναι η συνήθης εντόπιση για τα αποστήματα. Οι σμηγματογόνες κύστεις συνήθως απαντώνται στον υποδόριο ιστό κι αν είναι μεγάλες μπορεί να παρεκτοπίζουν ορισμένα από τα παρακείμενα στοιχεία του ινοαδενικού ιστού.

  1. Πολλαπλότητα

Πολλαπλές περιγεγραμμένες μάζες συνήθως αντιστοιχούν σε κύστεις, ινοαδενώματα ή θηλώματα. Οι κίστης είναι συνήθως πολλαπλές και αμφοτερόπλευρες.

  1. Κλινικό ιστορικό και ευρήματα

Η ηλικία της ασθενούς και οι κλινικές πληροφορίες μπορούν να προσθέσουν σημαντικά διαφοροδιαγνωστικά στοιχεία για την φύση μιας ογκόμορφης εξεργασίας από τον μαστό. Τα ινοαδενώματα συμβαίνουν σε νεότερες γυναίκες, συνήθως στην δεκαετία των 20 και των 30. Οι κύστεις είναι συχνές σε γυναίκες 30-50 ετών και σπάνιες σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες εκτός αν λαμβάνουν ορμονική θεραπεία υποκατάστασης. Η μέση ηλικία γυναικών με φυλλοειδείς όγκους είναι η 5η δεκαετία. Σε πιο ηλικιωμένες γυναίκες η παρουσία κυρίαρχης μάζας πρέπει να θεωρείται ύποπτη καρκινώματος.

Η συσχέτιση μαστογραφικών και κλινικών ευρημάτων είναι εξαιρετικά χρήσιμη στον ακτινολόγο. Τα περισσότερα καρκινώματα δημιουργούν περιβάλλουσα δεσμοπλαστική αντίδραση, που προκαλεί ψηλαφητικό εύρημα μεγαλύτερου μεγέθους από το ακτινολογικό.

Ιστορικό απότομης εμφάνισης ή αύξησης μεγέθους ευαίσθητης περιγεγραμμένης μάζας είναι ενδεικτικό κύστεως.

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. Sickles EA. Nonpalpable, circumscribed, noncalcified solid breast masses: likelihood of malignancy based on lesion size and age of patient. Radiology 1994; 192:439-442.
  2. Moskowitz M. Circumscribed lesions of the breast. In: Mοskowitz M Ed . Syllabus: a diagnostic categorical course in breast imaging. Oak Brook, III: Radiologic Society of North America 1983; 31-33.
  3. Mitnick JS, Roses DF, Harris J, Feiner HD. Circumscribed intraductal carcinoma of the breast. Radiology 1989; 170:423-425.

Στοιχεία επικοινωνίας

EAME

Ένωση Ακτινολόγων Μαστού Ελλάδος

Δ Σεμιτέλου 6, ΑΘΗΝΑ 11528

T210 7780210

Einfo@eame.gr